A brush against, ποδὶ πέτρον E.Ph.1390.
[Seite 157] wegscharren, -schieben, ποδὶ πέτραν, Eur. Phoen. 1399, Hesych. erkl. μεταφέρω.
μεταψαίρω: προστρίβω εἰς..., ποδὶ πέτρον Εὐρ. Φοίν. 1390.
repousser doucement.Étymologie: μετά, ψαίρω.