μυρίανδρος
English (LSJ)
ον,
A containing 10,000 men or inhabitants, πόλεις Isoc.12.257, cf. Pl.Ep.337c, Arist.Pol.1267b31, D.S.11.49, al.; πλῆθος Ph.1.81; θέατρον Luc.Nigr.18.
German (Pape)
[Seite 219] mit zehntausend Männern, so viel Menschen fassend; πόλις, Plat. Ep. VII, 337 c; Arist. pol. 2, 8; θέατρον, Luc. Nigr. 18; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῡρίανδρος: -ον, περιέχων 10,000 ἄνδρας ἢ κατοίκους, μυριάνδρῳ πόλει Πλάτ. Ἐπιστ. 337Ε· πόλιν τῷ πλήθει μυρίανδρον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 2· θέατρον Λουκ. Νιγρ. 18, κτλ. 2) ὁ ἔχων πλῆθος μέγα κατοίκων, πολυάνθρωπος, Ἱσοκρ. 286Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient ou peut contenir 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἀνήρ.