[Seite 243] = νεοπαγής, τυρός, Batrach. 38.
νεόπηκτος: -ον, ἴδε νεοπηγής.
ος, ον :1 fraîchement caillé;2 de cuisson récente (brique).Étymologie: νέος, πήγνυμι.