ον,
A high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.
ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.
ος, ον :au siège ou au trône élevé.Étymologie: ὕψι, θρόνος.