[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).
νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
ως, ων;sans cornes.Étymologie: νη-, κέρας.