νήκερως
From LSJ
English (LSJ)
ων, (νη-, κέρας) hornless, not horned, Epic nom. pl. νήκεροι, Hes. Op. 529.
German (Pape)
[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.
Greek (Liddell-Scott)
νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
Greek Monolingual
νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. άκερως, δίκερως].
Greek Monotonic
νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νή-κερως, ων, (νη-, κέρας) not horned, epic nom. pl. νήκεροι Hes.