[Seite 269] = νυμφίδιος; τράπεζαν ντμφίαν, Pind. P. 3, 6; νυμφίοισι παρθένοις, Eur. I. A. 741.
νύμφιος: ἴδε νυμφίος ΙΙ.
ος, ον :I. adj. 1 qui est une jeune épouse;2 de noces, nuptial;II. subst. 1 fiancé;2 jeune époux.Étymologie: νύμφη.