οὐατόεις

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A long-eared, θήρ Call.Aet.Oxy.2079.31; λαγώς AP7.207 (Mel.).    2 with ears or handles, σκύφος Simon.246; καλαύροπες Antim.61. (Cf. ὠτώεις.)

German (Pape)

[Seite 408] εσσα, εν, = Vorigem, οὐατόεντα λαγων, mit langen Ohren, Mel. 120 (VII, 207).

Greek (Liddell-Scott)

οὐᾰτόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰ ὦτα, θὴρ Καλλ. Ἀποσπ. 320· λαγὼς Ἀνθ. Π. 7. 207. 2) ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς, σκύφος Σιμωνίδ. 247· καλαῦροψ Ἀντίμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 845. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐατόεν· ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς. ὀζῶδες, τραχύ».

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 qui a de longues oreilles;
2 à une ou à plusieurs anses.
Étymologie: οὖας.