λαγὼς

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγὼς: ἢ λᾰγῶς, ὁ, γεν. λαγὼ ἢ λαγῶ· ἀττ. λαγὼν ἢ λαγῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1203, Ἀποσπ. 11, 248, ἀλλὰ τὸν λαγῶ Ξεν. Κυν. 3, 3, κτλ. (τὸν τύπον τοῦτον κατακρίνει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 3, ἀλλ’ ὁ Τρύφων παρ’ Ἀθην. 400Α λέγει: «Ξενοφῶν δ’ ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν λαγῶ καὶ περισπωμένως»)· πληθ., ὀνομ. λαγῴ, αἰτ. λαγώς· Ἰων. λαγός, οῦ, Ἡρόδ. 1. 123, κ. ἀλλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. ἐν λέξ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρὰ Δωρ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς, Ἐπίχ. 36 Ahr., Σοφ. Ἀποσπ. 113, Ἄλεξ. ἐν «Λαμπάδι» 1, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 5· (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Chandler on Gr. Acc. § 550)· - Ἐπικ. λᾰγωός, οῦ, ὡσαύτως παρὰ Ξεν. Κυν. 10, 2, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 28, 7., 9. 33, Λουκ., κτλ., ἴδε Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· (ἴδε ἐν λέξ. λάγνος). Λαγός, Λατ. lepus, ἢ κεμάδ’ ἠὲ λαγωὸν Ἰλ. Κ. 361· πτῶκα λαγωὸν Χ. 310. ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωοὺς Ὀδ. Ρ. 294· τοὶ δ’ ὠκύποδας λαγὸς (Δωρ. ἀντὶ λαγοὺς) ᾕρευν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· λαγῶ δίκην, ὡς λαγός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 26· - παροιμίαι: ἐστὶν λαγῶς, ἐπὶ δειλοῦ ἀνθρώπου, Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 1. 9· λαγὼ βίον ζῆν Δημ. 314. 24· δειλότερος λαγῶ Φρυγὸς Ποιητὴς παρὰ Στράβ. 36· λαγὼ καθεύδων, ἐπὶ ἀνθρώπων ὑποκρινομένων τὸν κοιμώμενον, Παροιμιογρ.· λ. περὶ τῶν κρεῶν τρέχων αὐτόθι. ΙΙ. δασύπουν τι πτηνὸν μνημονευόμενον μετὰ τῆς χελιδόνος, Ἀρτεμίδ. 4. 58, Ἀντών. Λιβ. 21· τὰ πτηνὰ λαγωδίας, λαγώπους φαίνονται ὡς ἀνήκοντα εἰς ὅμοιον εἶδος. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος, lepus marinus, Ἐπίχ. καὶ Ἀμειψ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ.· ὁ θαλάττιος λαγωὸς Πλούτ. 2. 983F. IV. ἀστερισμός τις, Ἄρατ. 338. V. εἶδος ἐπιδέσμου, τῷ λαγωῷ ἐπιδέσμῳ Cocchi Chirurgg. σ. 101.