ὀξύγαλα

Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ακτος, τό,

   A sour milk, whey, πίνουσι . . ὀ. τῶν προβάτων Ctes.Fr.57.22, cf. Str.7.4.6, Plu.Art.3, Gal.6.689.

German (Pape)

[Seite 352] ακτος, τό, saure Milch, geronnene Milch, Strah. 7, 4, 6 Plut. Artax. 3 u. Folgde, bes. Medic., bei denen es auch den frischen Quarkkäse zu bezeichnen scheint.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, πίνουσι.. ὀξύγαλα τῶν προβάτων Κτησ. Ἰνδ. 22, πρβλ. Στράβ. 311, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3. πρβλ. Κολουμέλλ. 12. 8.

French (Bailly abrégé)

ὀξυγάλακτος (τό) :
lait aigri, petit-lait.
Étymologie: ὀξύς, γάλα.