ὀψίζω
English (LSJ)
(ὀψέ)
A do, go, or come late, X.An.4.5.5, HG6.5.21, Plu.Lyc. 12:—Pass., ὀψίζεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς to be in the streets late at night, Lys.Fr.18, cf. X.Cyn.6.4; ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες belated, benighted, Id.Lac.6.4; ὠψίσθημεν τῆς ἀναγωγῆς Hld.5.22.
German (Pape)
[Seite 432] spät thun, spät od. zu spät kommen, Xen. Hell. 6, 5, 21 u. öfter, u. Sp.; – pass. sich verspäten, ὀψίζεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, noch spät Abends auf den Straßen sein, Lys. bei B. A. 110; Xen. Cyn. 6, 4; ὀψισθέντες, Lac. 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίζω: μέλλ. -ίσω, (ὀψὲ) πράττω τι ἀργά, ὑπάγω ἢ ἔρχομαι ἀργά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 5, Ἑλλ. 6. 5, 21· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθητ., ὀψίζομαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, διαμένω ἀργὰ τὴν νύκτα ἐν ταῖς ὁδοῖς Λυσ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6, 4· ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
faire qch tard, venir tard;
Moy. ὀψίζομαι (ao. ὠψίσθην) faire qch ou venir tard dans la soirée.
Étymologie: ὀψέ.