παλίρροος

Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον, contr. πᾰλίρ-ρους, ρουν,

   A back-flowing, refluent, κλύδων E.IT1397; ebbing and flowing, metaph., of the breath, ἀήρ Opp.H.2.398; ἄσθμα Tryph.76.    II metaph., recurring, returning upon one's head, πότμος E.HF739(lyr.), cf. El.1155(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, -ρουν, ὁ ῥέων πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀναρρέων, κλύδων Εὐρ. Ι. Τ. 1397· ὡσαύτως ὁ πλημμυρῶν καὶ ἀποσυρόμενος, κυρίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, ἀὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 398· ἆσθμα Τρυφιοδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 76. ΙΙ. μεταφορ. ὁ παλινδρομῶν, κατὰ τῆς κεφαλῆς τινος ὑποστρέφων, πότμος, δίκη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 759, Ἠλ. 1155.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui reflue.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.