A v. πατέομαι, πάσσω : πάσασθαι [ᾱ], v. πάομαι.
German (Pape)
[Seite 531] aor. zu πατέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πάσασθαι: [ᾰ], ἰδὲ ἐν λέξ. πατέομαι· ἀλλὰ πάσασθαι [ᾱ], ἰδὲ ἐν λ. πάομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. poét. de πατέω¹;
inf. ao. poét. de πάομαι.