ὁ,
A pastrycook, Luc.Sat.13.
[Seite 553] ὁ, Kuchenbäcker, Luc. Cronosol. 13.
πεμμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευαστὴς πεμμάτων, Λουκ. Κρονοσόλων 13.
οῦ (ὁ) :pâtissier.Étymologie: πέμμα, ἔργον.