A cause to spin round like a top, Plu.Ant.67, Tz. ad Lyc. 310.
περιρρομβέω: κάμνω τι νὰ περιστρέφηται ὡς ῥόμβος, Πλουτ. Ἀντών. 67, Τζέτζ.
-ῶ :faire tournoyer.Étymologie: περί, ῥομβέω.