ῥομβέω

From LSJ

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥομβέω Medium diacritics: ῥομβέω Low diacritics: ρομβέω Capitals: ΡΟΜΒΕΩ
Transliteration A: rhombéō Transliteration B: rhombeō Transliteration C: romveo Beta Code: r(ombe/w

English (LSJ)

cause to spin like a ῥόμβος, whirl, Glossaria on ῥυμβέω (Pl.Cra. 426e codd.), Tim.Lex., cf. Hsch. s.v. βεμβικίζει.

German (Pape)

[Seite 848] im Kreise herumdrehen, herumbewegen, we einen Kreisel herumtreiben, dah. schwingen, schleudern, werfen, VLL. u. Sp.; att. ῥυμβέω, Tim. lex. Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ῥομβέω: (ῥόμβος) περιστρέφω ὡς ρόμβον, συστρέφω, περιδινῶ, ἐκσφενδονῶ, «ῥυμβεῖν, ῥομβεῖν· τοῦτο δὲ ἀπὸ τῆς κινήσεως τοῦ ῥόμβου» Τιμ. Λεξ. Πλάτ.· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 426Ε, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον ῥυμβέω. - Κατὰ Σουΐδ.: «ῥομβεῖν, σφενδονᾶν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει: ῥεμβικίζει, ἣν ἑρμηνεύει: «ῥομβεῖ, στρέφει, διώκει».

French (Bailly abrégé)

= σφενδονάω SUID.
Étymologie: ῥόμβος.