φαλαντίας
English (LSJ)
ου, ὁ,
A bald man, Luc.Philops.18.
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v. l. bei Luc., Poll. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.