φαλός
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ή, όν,
A white, Hsch. (Cf. Skt. bhālam 'brightness, forehead', Welsh bal 'having a white spot on the forehead', etc.)
II stammering, deaf, stupid, Id. (Cf. φαλίπτει and perhaps Old Slav. zǔlǔ 'wicked', Skt. hva/rate 'to be crooked', etc.)
German (Pape)
[Seite 1253] licht, hell, glänzend, weiß, VLL.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
brillant.
Étymologie: DELG cf. arm. bal « pâleur », v.sl. belu « blanc », gaul. balio.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλός: -ή, -όν, (φάω) λάμπων, λευκός, Ἡσύχιος· ὡσαύτως φάλλω, βλέπω, ὁ αὐτ.˙ φαλύνω, λαμπρύνω, ὁ αὐτ. (Ἐντεῦθεν αἱ λέξ. φάλιος, φαλᾱρός, φαλαρίς, φαληριάω, φαλακρός, φάλανθος). ΙΙ. = ἠλεός, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που λάμπει, ο λευκός
2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός»
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός
α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας»
β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία ἡ τρεῖς κεφαλὰς ἔχουσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φαλός ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhel- «αστραφτερός, λευκός» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. bhāla- «λάμψη, μέτωπο», αρχ. σλαβ. bělŭ «λευκός», λιθουαν. balas «λευκός», ρωσ. belyj «λευκός». Στην Ελληνική το επίθ. φαλός εμφανίζει και σημ. «μωρός, ανόητος» (πρβλ. και τη σημ. του επιθ. λευκός [για τον νου] «επιπόλαιος» στη φρ. λευκαὶ φρένες) καθώς και τη σημ. «φαλακρός» στο επίθ. φάλαροζ και στα σύνθ. φαλ-ακρός, φάλ-ανθος (πρβλ. και τους ομόρριζους τ. της Γερμανικής με σημ. «φαλακρός», αγγλ. bald, δαν. boeldet)].
Greek Monotonic
φᾰλός: -ή, -όν (φάω), λαμπερός, λευκός.
Middle Liddell
φᾰλός, ή, όν [φάω]
shining, white.
Frisk Etymology German
φαλός: {phalós}
Meaning: λευκός H.
Derivative: Davon φαλύνει· λαμπρύνει, φαλίσσεται· λευκαίνεται, ἀφρίζει, wohl auch φαλίπτει· μωραίνει und φαλωθείς· παρατραπείς H.; vgl. λευκαὶ φρένες· μαινόμεναι H. (aus Pi. P. 4, 194) und φαλός auch = μωρός, ἐμμανής H. (anders [zu φηλός WP. 1, 643 f., Pok. 489f.). — Daneben 1. φαλιός ‘hell, weiß-fleckig’ (Kall., hell. Pap., Prokop.; nach πολιός), φαλιόπουν· λευκόπουν H. 2. φάληρος (Nik.), dor. -αρος (Theok.), ‘weiß- fleckig’, auch als Tiername (Theok.), mit dem denominativen Ptz. φαληριόωντα weiß aufschäumend (κύματα Ν 799; Schwyzer 732 m. Lit.). Davon φαληρίς, -αρίς f. Bläßhuhn, Fulica atra (Ar., Arist. u.a.; s. Thompson Birds s.v.), auch Kanariengras, Phalaris nodosa (Dsk.), -ήριον n. ib. (Ps.-Dsk.). ON Φάληρον n. ein Hafen Athens. — Expressivvolkstümliche Erweiterungen: 3. φαλακρός (ἀνα-, ἡμι- ~ u.a.) kahlköpfig, rund und glatt (ion. att.; zur Suffixkombination -κρ- Frisk Nom. 62ff.) mit -ότης f. (Hp., Arist.), -όομαι, -όω kahlköpfig werden, machen (Hdt., Arist., LXX; ἀπο- ~ Phryn. PS), -ωμα, -ωσις (LXX, Plu. u.a.); -ιάω ib. (Suid. s. ἀωρόλειος); f. φαλάκρα f. kahler Hügel (St.Byz.); ON Φαλάκρα(ι), -άκριον u.a.; daneben Βάλαγρος, -άγραι, vgl. Frisk a. O. 4. φάλανθος kahlköpfig, kahl (AP, D. L., Pap. u.a.; auch als PN u. ON) mit -αντίας m. Kahlkopf (Luk.), -άντωμα n. kahle Stelle (v.l. LXX), öfter ἀναφάλαντος (-ανθος) ib. (Pap., LXX), mit -αντίας (-ανθίας), -αντιαῖος, -αντίασις, -άντωμα (Arist., LXX, Luk. u.a.); wohl nach den Verbaladjektiva auf -αντος (vgl. z.B. ἀθέρμαντος = ἄθερμος, ἀνίκμαντος = ἄνικμος, εὐσήμαντος = εὔσημος u.a.), dann sporadisch an ἄνθος angeschlossen. — Zu παμφαλάω und φαλίς s. bes.
Etymology: Das Adj. φαλός, von dem alle übrigen griech. Bildungen ausgehen können, gehört zu einer reich entfalteten Wortsippe mit Vertretern in mehreren Sprachen. Zu φαλός stimmen zunächst lit. bãlas weiß, als Pfl.name Schneeglöckchen (neben gewöhnlicherem báltas weiß) und alb. balë Pferd mit einem weißen Flecken an der Stirn. Daneben mit Dehnstufe lett. bâls blaß, bleich, ebenso, aber mit ē-Vokal, slav., z.B. aksl. bělъ, russ. bélyj weiß. Unter den übrigen sehr zahlreichen Bildungen seien noch besonders erwähnt die lat. und germ. Bezeichnungen des Bläßhuhns (= φαληρίς), fulica (wohl aus *bhol-ik-), ahd. belihha, nhd. Belche (mit germ. k- [idg. g-]Suffix). Weitere z.T. unsichere und ungesichtete Formen m. Lit. bei WP. 2, 175ff.,Pok. 118ff., W.-Hofmann s. fulica, Fraenkel s. bálti); auch Mayrhofer s. bhālam Stirn, das wohl höchstens indirekt mit den obigen Wörtern zusammenhängt. — Zu φαλιός noch (als Balkanwort?) βαλιός (s. d.) mit Βαλίος N. eines Pferdes des Achill; s. Brandenstein Sprache 2, 76 m. weiteren Kombinationen; dazu noch v. Windekens Le Pélasgique 75.
Page 2,988-989
Mantoulidis Etymological
-ή, -όν (=λαμπερός, ἄσπρος). Ἀπό τό φάω, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.