πλειότερος,
A v. πλέως.
[Seite 628] ion. u. ep. statt πλέος, voll; bei Hom. u. Hes. die gew. Form. S. πλέος.
πλεῖος: πλειότερος, ἴδε ἐν λ. πλέως.
v. πλέος.