σμηνουργός
English (LSJ)
ὁ,
A bee-master, ibid., Ael.NA5.13.
German (Pape)
[Seite 911] ὁ, ein Bienenvater od. Bienenpfleger, der Bienen hält, Ael. H. A. 5, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σμηνουργός: ὁ, = μελισσουργός, Αἰλ. π. Ζ. 5. 13, Πολυδ.
ὁ,
A bee-master, ibid., Ael.NA5.13.
[Seite 911] ὁ, ein Bienenvater od. Bienenpfleger, der Bienen hält, Ael. H. A. 5, 13.
σμηνουργός: ὁ, = μελισσουργός, Αἰλ. π. Ζ. 5. 13, Πολυδ.