ποτίκρανον
English (LSJ)
Dor. form of πρόσκρ- (which is not found),
A = προσκεφάλαιον, cushion, Sophr.10, Com.Adesp.1372, Theoc.15.3.
German (Pape)
[Seite 689] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ποτίκρᾱνον: Δωρ. τύπος οὗ ὁ κοινὸς τύπος πρόσκρ- εἶναι ἄχρηστος, = προσκεφάλαιον, Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
oreiller.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, *κρᾶνον (v. κρανίον).