προμνηστῖνοι

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

αι,

   A one by one, one after the other, προμνηστῖναι ἐπήϊσαν Od.11.233; προμνηστῖνοι ἐσέλθετε 21.230.

German (Pape)

[Seite 734] einzeln, Einer nach dem Andern, in einer Reihe hinter einander her; προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, wie προμνηστῖνοι ἐςέλθετε, μηδ' ἅμα πάντες, 21, 230; nach den alten Erklärern von μένω, statt προμενετῖνοι oder προμενέστινοι, Schol. Od., d. h. Jeder auf den Vorangehenden wartend, nicht alle zugleich, ἑξῆς καὶ ἐκ διαστημάτων ἀναμένουσαι ἀλλήλας.

Greek (Liddell-Scott)

προμνηστῖνοι: αι, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ἀλλεπάλληλοι, προμνηστῖναι ἐπήισαν Ὀδ. Λ. 233· προμνηστῖνοι ἐσέλθετε μηδ’ ἅμα πάντες, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον καὶ μὴ πάντες ὁμοῦ, Φ. 230. ― (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μένω, ἀντὶ προμενετῖνοι ― ἕκαστος ἀναμένων τὸν πρότερον. Περὶ τῆς καταλήξ. πρβλ. ἀγχιστῖνος.) ― Κατὰ Σουΐδ. «προμνηστῖνοι· κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς»· καθ’ Ἡσύχ.: «προμνηστῖναι· ἐπὶ μίαν. ἀπὸ τοῦ προσμένειν».

French (Bailly abrégé)

αι;
adj. pl.
qui vont l’un après l’autre.
Étymologie: προμένω.