ἀγχιστῖνος
English (LSJ)
η, ον, Ep. Adj. close, crowded, in heaps, αἱ μέν τ' ἀ. ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται Il.5.141; τοὶ δ' ἀ. ἔπιπτον νεκροί 17.361, cf. Od.22.118.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): ἀγχη- Sud., var. siempre en Hom.
uno junto a otro, amontonado, hacinado αἱ μέν τ' ἀγχιστῖναι ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται de ovejas Il.5.141, νεκροί Il.17.361, τοὶ δ' ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον Od.22.118, 24.181, 449.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui se presse ou est serré contre qqn.
Étymologie: ἄγχιστος.
German (Pape)
nahe aneinander, Hom. fünfmal, Il. 5.141 αἱ μέν τ' ἀγχιστῖναι ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται, Il. 17.361, Od. 22.118, 24.181, 449 τοὶ δ' ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχιστῖνος: столпившийся, сгрудившийся: τοὶ δ᾽ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον Hom. они валились друг на друга.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχιστῖνος: -η, -ον, Ἐπ. ἐπίθ. (ἴδε ἀγχιστεύω), ἐγγύς, πυκνός, κατὰ σωρούς· αἱ μέν τ’ ἀγχιστῖναι ἐπ’ ἀλλήλῃσι κέχυνται, Ἰλ. Ε. 141· τοὶ δ’ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον νεκροί, Ρ. 361, πρβλ. Ὀδ. Χ. 118· περὶ τῆς ἄλλης γραφῆς ἀγχηστῖνοι, πρβλ. Spitzn ἐν Ἰλ. Ε. 141.
English (Autenrieth)
close together, one upon another.
Greek Monotonic
ἀγχιστῖνος: -η, -ον, εγγύς, πυκνός, σε σωρούς, σε Όμηρ.