προὔκειτο

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Greek (Liddell-Scott)

προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.