πυρναῖος

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A fit for eating, σταφυλαί Theoc.1.46 (nisi leg. Πυρν- as pr.n.).

German (Pape)

[Seite 823] eßbar, reif, σταφυλαί, Theocr. 1, 46, wo es Andere von der Farbe erklären, gelb.

Greek (Liddell-Scott)

πυρναῖος: -α, -ον, (πύρνον) ὥριμος, τρώξιμος, κατάλληλος πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά, «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rouge ou doré comme le feu ; sel. d’autres mûr, bien cuit, bon à manger.
Étymologie: πυρνόν.