ῥυτόν

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό,

   A v. ῥῠτός 11.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².