τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.ῥῠτόν, τό,
A v. ῥῠτός 11.
ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».
οῦ (τό) :rhyton, vase à boire en forme de corne.Étymologie: ῥυτός².