ῥυτά
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
τά, v. ῥυτός (B) 2.
French (Bailly abrégé)
ῶν (τά) :
bride.
Étymologie: ῥυτός³.
German (Pape)
[ῡ], τά, poet. = ῥυτήρ, Zügel, ῥυτὰ χαλαίνειν, Hes. Sc. 308 (s. ῥυτός² 2).
Russian (Dvoretsky)
ῥῡτά: τά ῥυτός III] поводья, вожжи Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡτά: τά, ἴδε ῥῡτὸς 2.
Greek Monolingual
τὰ, Α
βλ. ῥυτός (ΙΙ).
Greek Monotonic
ῥῡτά: τά, βλ. ῥῡτός 2.