σεισμός

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ὁ, (σείω)

   A shaking, shock, γῆς σ. earthquake, E.HF862, Th.3.87; χθονός E.IT1166: abs., Hdt.4.28, 5.85, 7.129, S.OC95, Ar.Ec.791, Th.1.23, etc.    2 generally, shock, agitation, commotion, σ. τοῦ σώματος Pl.Phlb.33e, cf. Ti.88d; ἔξωθεν . . προσφέρειν τοῖς . . πάθεσι σεισμόν a shock, Id.Lg.791a; σ. τῆς οὐρᾶς Poll.5.61; σ. ἐν τῇ θαλάσσῃ Ev.Matt.8.24.    3 blackmail, extortion, Sammelb.5675.13 (ii B.C.); συκοφάντεια καὶ σ. PPar.15.67 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 869] ὁ, Erschütterung, γῆς, Erderschütterung, Erdbeben, Eur. Herc. F. 862; auch häufig ohne γῆς, Soph. O. C. 95; Ar. Eccl. 791; u. oft in Prosa, wie Thuc. 1, 101 u. sonst; Plat. u. A.; auch übertr., τοῦ σώματος, Phil. 33 e; Tim. 88 d.

Greek (Liddell-Scott)

σεισμός: ὁ, (σείω) σείσιμον, κίνησις σεισμική, γῆς σ., ὡς και νῦν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862, Θουκ. 3. 87· χθονός Εὐρ. Ι. Τ. 1166· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 28., 5. 85., 7. 129, Σοφ. Ο. Κ. 95, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 791, Θουκ. 1. 23, Ρήτ. τ. 2, σ. 207, κτλ. 2) καθόλου, τίναγμα, κίνησις, ταραχή, διάσεισις, σ. τοῦ σώματος, Πλατ. Φίληβ. 33Ε, πρβλ. Τίμ. 88D· ἔξωθεν... προσφέρειν τοῖς ... πάθεσι σεισμόν, τιναγμόν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 790 Ε· σ. τῆς οὐρᾶς Πολυδ. Ε΄, 61· ἐν τῇ θαλάσσῃ Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄ 24. ― Καθ’ Ησύχ.: «σεισμός· τρόμος».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ébranlement, commotion : σεισμὸς γῆς THC, σεισμὸς χθονός EUR ou simpl. σεισμός tremblement de terre.
Étymologie: σείω.