συμβούλιον

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

τό,

   A advice, counsel, esp. with purposes of evil, Ev.Matt.12.14, Ev.Marc.3.6.    II a council of advisors or assessors, PTeb.286.15 (ii A.D.), Plu.Luc.26; esp. freq. of the consilium of a Roman magistrate, governor, etc., SIG684.11 (Dyme, ii B.C.), al., Supp.Epigr.2.265 (Delph., ii B.C.), Act.Ap.25.12, Plu.Rom.14, 2.196e, etc.

German (Pape)

[Seite 980] τό, Rath, Rathschlag, Plut. Rom. 14; Berathung, D. C. 38, 43; auch Rathsversammlung, N. T.; Plut. Luc. 26.

Greek (Liddell-Scott)

συμβούλιον: συνέλευσις πρὸς σύσκεψιν, «Κωνσίλιον γὰρ ἔτι νῦν τὸ συμβούλιον καλοῦσι καὶ τοὺς ὑπάτους Κωνσούλας, οἷον προβούλους» Πλουτ. Ρωμ. 14· μάλιστα πρὸς κακὸν σκοπόν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 14, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. γ΄, 6. ΙΙ. συνέδριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 11, Πλούτ. Λούκουλλ. 26., 2. 169D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 conseil;
2 assemblée délibérante.
Étymologie: σύμβουλος.