στρέβλωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting to the torture, J.AJ19.1.5, Plu. 2.1070b.
German (Pape)
[Seite 953] ἡ, das Foltern od. Martern; Plut. adv. stoic. 24; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
στρέβλωσις: -εως, ἡ, βάσανος, βασανισμός, «στραγγούλισμα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 5, Πλούτ. 2. 1070Β· - ὡσαύτως στρέβλωμα, τό, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
torture.
Étymologie: στρεβλόω.