συνδιασκοπέω

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

fut.

   A -σκέψομαι J.AJ6.6.2: aor. 1 inf. -σκέψασθαι Pl. Prt.349a:—look through or examine along with, Pl.Prt.l.c., 361d:— so in pres. Med., Id.R.458b.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich durchschen, betrachten, untersuchen; μετὰ σοῦ ἂν ἥδιστα ταῦτα συνδιασκοποίην, Plat. Prot. 361 d; u. eben so med. praes., Rep. V, 458 b Eryx. 399 e.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι, συνδιασκέπτομαι, συνεξετάζω, τί τινι ἢ μετά τινος Πλάτ. Πρωτ. 349Β, 361D ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἐνεστ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 458Β· ― ὁ τύπος συνδιασκέπτομαι ἀπαντᾷ ἐν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 38.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
examiner avec ou ensemble : τί τινι examiner qch avec qqn.
Étymologie: σύν, διασκοπέω.