poet. for συνᾴδω, Arat.752, Theoc.10.24, Hymn. in IG42(1).131.3 (Epid.).
[Seite 996] poet. = συνᾴδω; Theocr.; Arat. 752.
συναείδω: ποιητ. ἀντὶ συνᾴδω, Μῶσαι Πιερίδες, συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδα Θεόκρ. 10. 24, Ἄρατ. 752.
poét. c. συνᾴδω.