συνεπικρίνω

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ῑ],

   A help to judge between, ἡμᾶς Pl.Lg.792c.    2 help to decide a matter, Plu.2.53b, Longin.1.2, Plot.2.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρίνω: [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, ὁμοῦ ἐν ταὐτῷ κρίνω, ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ ὅπως ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

aider à décider une question.
Étymologie: σύν, ἐπικρίνω.