συνεπικρίνω
English (LSJ)
[ῑ],
A help to judge between, ἡμᾶς Pl.Lg.792c. 2 help to decide a matter, Plu.2.53b, Longin.1.2, Plot.2.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικρίνω: [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, ὁμοῦ ἐν ταὐτῷ κρίνω, ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ ὅπως ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2.