συνοικισμός

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ὁ,

   A living together, wedlock, D.S.18.23; ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plu.Sol.20.    II = foreg., Plb.4 33.7: pl., πόλεων Str.10.4.8; founding a city, Plu.Rom.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικισμός: ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, συνοικέσιον, Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = συνοίκισις, Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 colonisation;
2 cohabitation, mariage.
Étymologie: συνοικίζω.