συνοικέσιον

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικέσιον Medium diacritics: συνοικέσιον Low diacritics: συνοικέσιον Capitals: ΣΥΝΟΙΚΕΣΙΟΝ
Transliteration A: synoikésion Transliteration B: synoikesion Transliteration C: synoikesion Beta Code: sunoike/sion

English (LSJ)

τό,
A = συνοίκησις, esp. marriage, -ίου συγγραφή PTeb. 809.5 (ii B.C.), POxy.250 (i A.D.), cf. Cat.Cod.Astr.7.110, Lyd.Mens. 4.89, etc.
II συνοικέσια, τά, = συνοίκια, Sch.Ar.Pax1019.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικέσιον: τό, = συνοίκησις, ἰδίως γάμος, ὡς καὶ νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 204, κτλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 516. ΙΙ. ἴδε συνοικία.

German (Pape)

τό, = συνοίκησις, Sp., Lobeck Phryn. 516. S. auch συνοίκια.