ψαλτήριον

Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

τό,

   A stringed instrument, psaltery, harp, τρίγωνα ψ. Arist.Pr.919b12, cf. Hippias(?) in PHib.1.13.31, Apollod. ap. Ath.14.636f, Thphr.HP5.7.6, LXX Ge.4.21, al., Jul.Or.2.49c.

German (Pape)

[Seite 1391] τό, das Saiteninstrument; τρίγωνον Arist. probl. 19, 23; bes. die μάγαδις, Apollodor. bei Ath. XIV, 636 f; vgl. auch IV, 138; Plut. Them. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ψαλτήριον: τό, ὄργανον μουσικὸν ἔγχορδον ὡς ἡ μάγαδιςνάβλα, εἶδος «ἅρπης» ἢ «σαντουρίου», ψ. τρίγωνον Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 636F, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6. ΙΙ. τὸ βιβλίον τῶν Ψαλμῶν, Ἀθαν. Ι. 232, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 244D, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ον (τό) :
instrument à cordes, sorte de harpe.
Étymologie: ψάλλω.