κόννος
English (LSJ)
ὁ, kind of
A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος). 2 beard, Luc.Lex.5. 3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.
ὁ, kind of
A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος). 2 beard, Luc.Lex.5. 3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.