ἀελπτέω
English (LSJ)
A have no hope, despair, only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι Il.7.310; ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.
Greek (Liddell-Scott)
ἀελπτέω: εἶμαι ἄελπτος, δὲν ἔχω ἐλπίδα, ἀπογινώσκω, μόνον ἐν τῇ μετοχῇ ἀπαντᾷ, ἀελπτέοντες σόον εἶναι, Ἰλ. Η. 310· ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, Ἡρόδ. 7. 168. Οἱ τύποι ἀελπέω, ἀελπής, ὑποστηρίζονται ὑπὸ Λοβ. Φρύν. 569.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés.
ne point espérer, ne pas s’attendre à, inf..
Étymologie: ἄελπτος.
English (Autenrieth)
be hopeless; ἀϝελπτέοντες σόον εἶναι, ‘despairing of his safety,’ i. e. ‘recovering him safe beyond their hopes,’ Il. 7.310†.