ἄκρις

Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ιος, ἡ, (ἄκρος) Ep.Noun,

   A hill-top, mountain peak, Hom. only in Od., always in pl., ἄκριες ἠνεμόεσσαι windy mountain tops, Od. 9.400, cf. h.Cer.382; δι' ἄκριας through hill-country, Od.10.281:— sg., Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος Epigr.Gr.1035.8 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 82] ιος, ἡ, ion. = ἄκρα, Bergspitze, Hom. viermal, immer acc. plur. u. vierter Fuß, Od. 16, 565 ἔπ ἄκριας ἠνεμοέσσας, 9, 400 δῖ ἄκριας ἠνεμοέσσας; δι' ἄκριας ἔρχεαι οἶος 10, 281, δι' ἄκριας, ᾗ οἱ Αθήνη

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρις: -ιος, ἡ, (ἄκρος) Ἐπ. ὄνομ., κορυφὴ ὄρους, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε κατὰ πληθ. ἄκριες ἠνεμόεσσαι, αἱ ἀνεμώδεις κορυφαὶ τῶν ὀρέων, Ὀδ. Ι. 400· πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 383: - καθόλου, ὀρεινὴ χώρα καλεῖται, ἄκριες, Ὀδ. Κ. 381: - καθ’ ἑν. Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538, 18: - πρβλ. ὄκρις.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
1 sommet d’une montagne;
2 région montagneuse.
Étymologie: ἄκρος.

English (Autenrieth)

ιος (ἄκρος): mountain-top, only pl., ‘heights.’ (Od.)