ἡνιοχεύς
English (LSJ)
έως, Ep. ῆος, ὁ, poet. for
A ἡνίοχος, ὑπὸ δ' ἔστρεφον ἡνιοχῆες Il.5.505; θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα 8 312, cf. APl.5.337; the constellation Auriga, Nonn.D.1.178, al.
German (Pape)
[Seite 1172] ὁ, poet. = ἡνίοχος, im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἡνίοχος, ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
c. ἡνίοχος.
English (Autenrieth)
ῆος = ἡνίοχος. (Il.)