ἡνιοχεύς

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεύς Medium diacritics: ἡνιοχεύς Low diacritics: ηνιοχεύς Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΣ
Transliteration A: hēniocheús Transliteration B: hēniocheus Transliteration C: iniocheys Beta Code: h(nioxeu/s

English (LSJ)

-έως, Ep. ῆος, ὁ, poet. for
A ἡνίοχος, ὑπὸ δ' ἔστρεφον ἡνιοχῆες Il.5.505; θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα
8 312, cf. APl.5.337; the constellation Auriga, Nonn. D. 1.178, al.

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, poet. = ἡνίοχος, im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
c. ἡνίοχος.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεύς: έως, эп. ῆος ὁ Hom. = ἡνίοχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἡνίοχος, ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.

English (Autenrieth)

ῆος = ἡνίοχος. (Il.)

Greek Monolingual

ἡνιοχεύς, -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)
1. ηνίοχος («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», Ομ. Ιλ.)
2. ο αστερισμός του ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του ηνίοχος].

Greek Monotonic

ἡνιοχεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ποιητ. αντί ἡνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἡνιοχεύς, έως, poet. for ἡνίοχος, Il.]