διερέσσω
English (LSJ)
aor. -ήρεσα, poet.
A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351. 2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.
French (Bailly abrégé)
1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.
English (Autenrieth)
only aor. διήρεσα, paddled hard, χερσί, Od. 12.444 and Od. 14.351.