ἀποπροαιρέω

Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

   A take away from, σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι having taken some of the bread to give it away, Od.17.457.

German (Pape)

[Seite 320] (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροαιρέω: ἀφαιρῶ μέρος ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι, ἀποπροτεμών, ἀποκόψας μέρος τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. ao.2 ἀποπροελών;
prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.
Étymologie: ἀπό, προαιρέω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀποπροελών: take away from; τινός, Od. 17.457†.