δείδιμεν and δειδέμεν,
A v. δείδω.
[Seite 535] u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.
δείδια: δείδιμεν καὶ δειδέμεν ,ἴδε ἐν λ. δείδω.
épq. c. δέδια.
see δείδω.