δουλιχόδειρος

Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ον, Ion. for δολιχόδ-.

German (Pape)

[Seite 661] s. δολιχόδειρος; δουλιχόεις, s. δολιχόεις.

Greek (Liddell-Scott)

δουλῐχόδειρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ δολιχόδ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: ion. p. *δολιχόδειρος, de δολιχός, δειρή.

English (Autenrieth)

(δολιχός, δειρή): long-necked, Il. 2.460 and Il. 15.692.