δουλιχόδειρος

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλῐχόδειρος Medium diacritics: δουλιχόδειρος Low diacritics: δουλιχόδειρος Capitals: ΔΟΥΛΙΧΟΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: doulichódeiros Transliteration B: doulichodeiros Transliteration C: doulichodeiros Beta Code: doulixo/deiros

English (LSJ)

δουλιχόδειρον, Ion. for δολιχόδ-.

German (Pape)

[Seite 661] s. δολιχόδειρος; δουλιχόεις, s. δολιχόεις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: ion. p. *δολιχόδειρος, de δολιχός, δειρή.

Greek (Liddell-Scott)

δουλῐχόδειρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ δολιχόδ-.

English (Autenrieth)

(δολιχός, δειρή): long-necked, Il. 2.460 and Il. 15.692.

Greek Monolingual

-ον
ο δολιχόδειρος.

Greek Monotonic

δουλῐχόδειρος: -ον, Ιων. αντί δολιχό-δειρος.