ἑλκηθμός
English (LSJ)
ὁ,
A being carried off, violence suffered, σῆς τε βοῆς σοῦ θ' ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι Il.6.465.
German (Pape)
[Seite 798] ὁ, das Gefangengeschleppt-, Gemißhandeltwerden, Il. 6, 465; das Ziehen, Schleppen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκηθμός: ό, ἑλκυσμός, ἀπαγωγή, ἀνδραποδισμός, αἰχμαλωσία, πρὶν γέ τι σῆς τε βοῆς σοῦ θ’ ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι Ἰλ. Ζ. 465.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d’être entraîné, rapt.
Étymologie: ἑλκέω.