καταιβατός
English (LSJ)
ή, όν, poet. for καταβατός, θύραι . . καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν gates
A by which men descend, Od.13.110.
Greek (Liddell-Scott)
καταιβᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ καταβατός, θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισι, δι’ ὧν οἱ ἄνθρωποι καταβαίνουσιν, Ὀδ. Ν. 110.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
par où l’on peut descendre.
Étymologie: *καταιβαίνω, c. καταβαίνω.
English (Autenrieth)
to be descended, passable, Od. 13.110†.