καταιβατός

Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ή, όν, poet. for καταβατός, θύραι . . καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν gates

   A by which men descend, Od.13.110.

Greek (Liddell-Scott)

καταιβᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ καταβατός, θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισι, δι’ ὧν οἱ ἄνθρωποι καταβαίνουσιν, Ὀδ. Ν. 110.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
par où l’on peut descendre.
Étymologie: *καταιβαίνω, c. καταβαίνω.

English (Autenrieth)

to be descended, passable, Od. 13.110†.