A = τρέπω, turn, ἵπποι ἂψ ὄχεα τρόπεον Il.18.224.
τροπέω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τρέπω, στρέφω, μετατρέπω Ἰλ. Σ. 224.
seul. impf. épq. τρόπεον;c. τρέπω.
(τρέπω): turn about, Il. 18.224†.