ἰχθυάω

Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

   A fish, angle, mostly in Ep. pres. and impf., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.368: c. acc., fish for, αὐτοῦ δ' ἰχθυάα . . δελφῖνας 12.95, cf. Opp.H.1.426:—Med., Lyc.46.    II sport (like fish), δελφῖνες . . ἐθύνεον ἰχθυάοντες Hes.Sc.210.    III Pass., to be made of fish, ἰχθυώμενος ἄρτος (vulg. ἄργος) Horap.1.14.

German (Pape)

[Seite 1275] fischen; ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4, 368, vgl. 12, 95; Hes. Sc. 209; sp. D., Opp. Hal. 1, 426; auch med., Lycophr. 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυάω: (ἰχθὺς) ἁλιεύω, ψαρεύω, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ Ἐπικ. ἐνεστ. καὶ παρατ., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 368· - μετ’ αἰτ., αὐτοῦ δ’ ἰχθυάᾳ… δελφῖνας, ψαρεύει, Μ 95, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 1. 426· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Λυκόφρ. 46. ΙΙ. παίζω (ὡς ἰχθύς). δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες Ἠσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210. ΙΙΙ. Παθ., ἰχθυώμενος ἄρτος (συνήθ. γραφ. ἀργός), κατεσκευασμένος μετ’ ἰχθύων, Ὡραπόλ. 1. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
3ᵉ sg. prés. ind. épq. ἰχθυάᾳ, ao. itér. ἰχθυάασκον;
pêcher.
Étymologie: ἰχθύς.

English (Autenrieth)

ipf. iter. ἰχθυάασκον: catch fish, fish, Od. 12.95 and Od. 4.368.